συγκεφαλαίωση

συγκεφαλαίωση
η
συνοπτική επανάληψη όσων έχουν ειπωθεί: Τελείωσε το μάθημα με μια συγκεφαλαίωση των πιο βασικών σημείων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκεφαλαίωση — η / συγκεφαλαίωση, ώσεως, ΝΑ [συγκεφαλαιῶ] σύνοψη, περιληπτική έκθεση, ανακεφαλαίωση («συγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. άθροισμα αριθμών 2. εγγραφή σε κατάλογο ή κατάστιχο …   Dictionary of Greek

  • επικορύφωσις — ἐπικορύφωσις, ἡ (Α) (αριθμ.) 1. η αποκορύφωση, ο τελικός αριθμός αριθμητικών σειρών 2. η κατά κάποια αναλογία αύξηση, πολλαπλασιασμός ή συγκεφαλαίωση …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίωση — η (ΑΜ κεφαλαίωσις) [κεφαλαιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κεφαλαιώνω, ανακεφαλαίωση, συγκεφαλαίωση, συνόψιση, περιληπτική εξέταση αρχ. η περίληψη πολλών εννοιών υπό μία κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • κορυφών — κορυφών, ῶνος, ὁ (Α) η κορύφωση, η συγκεφαλαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κορυφή] …   Dictionary of Greek

  • συγκεφαλαιωτικός — ή, ό / συγκεφαλαιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ] ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.). επίρρ... συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά με… …   Dictionary of Greek

  • συγκορύφωσις — ώσεως, ἡ, Α [συγκορυφῶ] συγκεφαλαίωση …   Dictionary of Greek

  • σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …   Dictionary of Greek

  • σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… …   Dictionary of Greek

  • συγκεφαλαιωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συγκεφαλαίωση: Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν συγκεφαλαιωτικοί πίνακες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”